φλεβώδη

φλεβώδη
φλεβώδης
full of veins
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
φλεβώδης
full of veins
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
φλεβώδης
full of veins
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”